-
1 ἀκήριος
ἀκήριος (A), ον,A unharmed by the Κῆρες; generally, unharmed, Od. 12.98, 23.328, h.Merc. 530, Nic.Th. 190, Call.Ap.41, A.R.3.466; ψυχαὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, free from power of the Fates, Ps.-Phoc.99.------------------------------------A without heart, i.e.,II heartless, spiritless, σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον ib.5.812, cf. 13.224; ;ἀκήριον ἠύτ' ὄνειρον A.R.2.197
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκήριος
См. также в других словарях:
όκνος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. Μερικοί τονίζουν το όνομα στη λήγουσα. 1. Γιος του Τιβέρου και της Μαντώς, εγγονός του Τειρεσία ή του Ηρακλή, αδελφός του Αυλήτη, του ιδρυτή της Περουγίας της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Βιργίλιο, είχε χτίσει και τη… … Dictionary of Greek